απρογύμναστος

απρογύμναστος
η , ο [ος , ον ]
1) неподготовленный (к экзаменам); 2) нетренированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απρογύμναστος" в других словарях:

  • απρογύμναστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προγυμναστεί ή προπονηθεί 2. αυτός που δεν ασκήθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια σε κάτι εκ των προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προγυμνάζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Κ. Κριτοβουλίδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»